Τυχαίες Λέξεις Βαστάι, Ίρτζι, Ίσαμε ή ώσαμε, Παντέρμος, Ισούς, Όπαλάκια, Οματιές, Νέτα, Σκυλιάζω, Ντρουβάς, Ισωσάς, Συγκάβγω., Σκίζει ο ήλιος την πέτρα., Ύστερο ή Λευτέρι, Ξά σου, Βαρκαρίζομαι, Ζάλο, Μολέρνω, Θράψα (η), Δροσοκοκαλίζομαι, Θρασά, Διαβαστικό, Λευκαίνω (τα ρούχα), Ξενταμπανιάζω, Λιάτικο, Φαρδανάπλα, Ζαμπρακιάζει, Λαγουδοκοιμούμαι & Λαγοκοιμούμαι, Δακρύζει ή κλαίει το αμπέλι., Διχάλι |
Βαστάι | Κορδόνι, σπάγκος «Το δέμα με τα γυαλικά να μην το πιάσεις από το βαστάι γιατί δεν είναι βασταγερό και μια- ν- κοπανιά δα κοπεί να γενούνε θράψαλα τα γυαλικά...» |
Ίρτζι | Υπόληψη, τιμή «Στο μέσα σπίτι είχε η Χατζίνα χωσμένους δεκαφτά επαναστάτες κι επήανε ζαφτιέδες και τσοι γυρεύγανε. Για να τσοι ξεγελάσει τωσε κάνει: - Μην πατείτε το ίρτζι μου γιατί εγώ δεν είμαι μαζαβίρισσα του Πατιχιάχ. Και δεν εμπήκανε καθόλου να ξανοίξουνε...» |
Ίσαμε ή ώσαμε | Μέχρι «Ώσαμε να πούμε τ’ όνομά ντου, νά τονε και ξεφαρδουκλώνει ομπρός μας ωσάν το φάντε μπαστούνι...» «Από ’παέ ίσαμε τη Φουρκολιά είναι ταμάμ χίλια εφτακόσα μέτρα, κι από κειά ίσαμε το χωργιό είναι άλλα τόσα...» |
Παντέρμος | Έρμος, ολομόναχος, δυστυχής «Πρόσφυγες ήρθανε στο χωργιό μας οι δυο ντως, δίχως κιανένα συγγενή. Δίχως να κάνουνε κοπέλι, επόθανε εκείνη με κακή-ν-αρρώστια. Αυτός δεν εξαναπαντρεύτηκε, μόνο ήζησε έρμος και παντέρμος στον κοσμο. Σήμερο επόθανε κι αυτός μέσα στην παντερμιά...» Η λέξη λέγεται και θαυμαστικά : «Ε!..., το παντέρμο αμπέλι... Νά ’χα εγώ ετούτο το χτήμα δεν ήθελα πράμα άλλο...» «Ε!...τα παντέρμα χρόνια και να ξαναγυαέρνανε δέκα ζάλα πίσω...» Επίσης ειρωνικά : «Ε!..., τον παντέρμο μηχανικό απού ’βγαλε το σχέδιο... ποιός του ’δωκε το δίπλωμα να κάτεχα...» «Τον παντέρμο νιό και θέλει όμορφη και πλούσα νύφη...» Κι ακόμη επαινετικά : «Καλοί οι αθρώποι κι όμορφο το παντέρμο χωργιό μα εμείς ήπρεπε να φύγομε γιατί εμεγαλώσανε τα κοπέλια κι εθέλανε σπουδές...» |
Ισούς | Ο Ιησούς «Ορκίζομαί σου στ’ όνομα του Ισού Χριστού πως δεν έχω ιδέα από τα όσα μου λες. Εγώ ποτέ δεν είπα πράμα για τα σένα...» |
Όπαλάκια | Επιφώνημα ανάλογο του: "Όπα", που συνοδεύει κάποιες κινήσεις του σώματος π.χ. το σήκωμα από κάθισμα, το ανέβασμα σε σκαλόνι κ.α.
|
Οματιές | Έντερα χοιρινά γεμιστά με ρύζι ή χόντρο και μικρά κομμάτια από εντόσθια «Τέσσερις ζυγιές οματιές εκάμαμε κι ήβαλε η θειά μου το Κολλιό και σταφίδες...» |
Νέτα | Με πολή κούραση. «Ήτονε κακοπατιά, μεγάλο ανεβόλεμα κι ως ήκανε και κάψα, εφτάξαμε στι σπίτι μας όλοι νέτα ...» |
Σκυλιάζω | Οργίζομαι «Εσκύλιασε από το κακό ντου όντε του ’πανε πως η κόρη ντου ήφυγε με το Μανόλη τση Ζαμπίας και πως αυτή του κλούθηξε με τη βουλή τζη...» |
Ντρουβάς | Σάκος, σακούλα. (Γεμοντρουβάς ή τριχοντρουβάς, σποροντρουβάς, ασκαγοντρουβάς, απυροντρουβάς κ.α.) «Εξεπαράλυσε ο ντρουβάς κι εχύθηκε χάμαι μέσα στο στάβλο η ταή που επήαινα να δώσω τω μνιαρώ...» |
Ισωσάς | Αν τυχόν «Αξάδερφε Μανόλη. Ισωσάς και κατεβείς ετούτεσά τσι μέρες στο Λιμάνι, πέρασε από του γιού μου το μαγατζί και πέ του να σου δώσει τα σακκιά τση σταφίδας γιατί από Δευτέρα δα μαζώνομε...» |
Συγκάβγω. | Παθαίνω εγκαύματα στα σκέλη ή σε άλλα σημεία του σώματος από τρίψιμο, ζέστη κ.λ.π «Έτσά απού ’ναι χοντρή και ντανταλοβύζα συγκάβγει εύκολα-εύκολα έμου στα μεργιά, έμου στα βυζά, έμου στσ’ αμασκάλες...» |
Σκίζει ο ήλιος την πέτρα. | Είναι υπερβολική ζέστη «Ωρέ Κωστή, μεσημεργιάτικο απού σκίζει ο ήλιος την πέτρα δα γλακάς στη δουλειά; Κάτσε στην ανεπαή σου και δεν εποκάμανε οι μέρες. Δε θωρείς πως έπαέ πομένουν όλα;...» |
Ύστερο ή Λευτέρι | O πλακούντας «Μως και δα γεννηθεί το κοπέλι πρέπει να βγει και το ύστερο, το λευτέρι. Για κειονά η μαστόρισσα του λέει: "Ο άψυχος κλουθά τση ψυχής". Ανε αργεί να βγει δίνουνε στη γυναίκα ένα μπουκάλι και το φυσά ωσάν να θέλει να το φουσκώσει, γή τηνε καπνίζουνε με ράπες ταν σταργιού ανεκατωμένες με κουτσουλιές των περιστεργιώ, γή τση δίνουνε δυο κουταλιές σαπουνάδα και τηνε πίνει...» |
Ξά σου | Δικαίωμά σου, λογαριασμός σου. Ξά του, ξά μας, ξά τση, ξά τως κ.λ.π «Αμέτε εσείς οι νέοι στη διασκέδαση με τα κοπελάκια σας και ξά μας εμάς τω γερόντω. Εμείς δα κάτσομε στην ανεπαή μας. Δεν ήκουσες που λένε:"Κουταλιά χυλό και στον κούμο;"...» |
Βαρκαρίζομαι | Μπαίνω σε πλοίο για να ταξιδέψω «Οντε-ν-ετραυμάτισε ο Μάρκος τον Αραμαντάνη εχώστηκε στη Σπηλιάρα. Από κεια μέσα ήβγηκε στη Μονοκαρά κι από κει στο Μόχλος. Από το Μόχλος εβαρκαρίστηκε κι επήε στην Αθήνα...» |
Ζάλο | Το βήμα «Νικολιό κι Αντωνάκι να πάτε στο Πέρα Χωργιό να πήτε του Χαρκιά να σασε δώσει εμισό κιλό ζαγάργια εδικά μου. Μα γιάε... Μεγάλα ζάλα να κάνετε και να παίζετε και πού και καμπανάκι για να ’ρθείτε ογλήγορα...» |
Μολέρνω | Φεύγω τρέχοντας «Ήκαμε πάλι το σκατοκόπελο την κατσουκέλα και εμόλαρε ταμάνιμως και εγλύτωσε τσι ξυλιές του κυρού ντου και τση μάνας του...» |
Θράψα (η) | Σταφύλι με ρώγες πιο χοντρές από το θραψαθίρι «Δεκαπέντε λογιώ σταφύλια είχα στ’ αμπέλι μου στσοι Πρίνους και θράψα δεν είχα. Οφέτος ήβαλα μια δεκαρά κλήματα…» |
Δροσοκοκαλίζομαι | Ευχαριστιέμαι «Αποσταν τον εγνώρισα δε με δροσοκοκάλισε. Μήδε τον καλό ντου λόγο ήκουσα, μήδε την πιτήδεια ντου δουλειά εκαμάρωσα. Καμιά χαρά δε μου ’δωσε ποτέ ντου...» |
Θρασά | H άσκημη μυρωδιά του αυγού, κρέατος κ.λ.π. Ρήμα: Θρασεύγω «Να βάλω θέλει μιαολιά ξίδι στο νερό να ξεθρασέψω τα πιάτα γιατί εφάγαμε σφουγγάτο και δε φεύγει αλλιώς η θρασά τ’ αυγού...» |
Διαβαστικό | Διάβασμα από παπά «Ιντά ’ναι μωρή ’συ οι κουζουλάδες απού μασε λες όλη μέρα; Θαρρώ πως θες διαβαστικό και δα σε πάω στου Καλαμαυκιανού παπά να σου διαβάσει…» |
Λευκαίνω (τα ρούχα) | Τα αφήνω σαπουνισμένα στον ήλιο δυο ή τρεις μέρες και ασπρίζουν. Αφορά μόνο τα ασπρόρουχα. Μετά τα ξεπλύνω και φεύγουν οι σαπουνάδες, τα στεγνώνω και τα σιδερώνω. |
Ξενταμπανιάζω | Χαλώ, γκρεμίζω, καταστρέφω. Στον τσιμεντένιο τοίχο αντιστήριξης εδάφους, νταμπάδες είναι τα οριζόντια καδρόνια που στηρίζουν τις κάθετες σανίδες που συγκρατούν το τσιμέντο. Ξενταμπανιάζω θα πει αφαιρώ τις νταμπάνες. Αν όμως δεν έχει στεγνώσει το τσιμέντο όλα καταρρέουν και καταστρέφονται. |
Λιάτικο | Είδος σταφυλιού. Είναι μαύρο με ρώγες μέτριου μεγέθους «Μέσα στο λιάτικό μου αμπέλι έχω φυτεμένες και κουρμούλες μοσκάτο, μυρωδάτο και πλυτό και ντοστιμίζει παραπάνω το κρασί. Φέρε μου ένα μπουκάλι να σου το γεμώσω να δεις...» |
Φαρδανάπλα | Κομμάτια λινάτσας που χρησιμοποιούνται στο λιομάζωμα «Ετούτο το μουρέλο είναι το πλια μεγάλο στον τόπο μας. Μια σωρά φαρδανάπλες θέλομε για να το στρώσομε και το ίντα ελιές κατεβάζει δε λέγεται...» |
Ζαμπρακιάζει | Σαπίζει «Οντο βρέχει, μπαίνει νερό από την πορτοπούλα του οντά και πιάνει το μεσοδόκι του μέσα σπιτιού. Πρέπει ζάβαλε να το πιάσομε το νερό γιατί δα ζαμπρακιάσει το μεσοδόκι και μια-ν- κοπανιά δ’ ακούσεις το σκιόπο...» |
Λαγουδοκοιμούμαι & Λαγοκοιμούμαι | Κοιμούμαι σα λαγός, ελαφρά και με έγνοια «Δυσκολοπαίρνει με ο ύπνος κι οντε με παίρνει μια στάξη λαγουδοκοιμούμαι και ξυπνώ με το μόνο-μόνο. Ύπνο δεν ανεστορούμαι να πω πως εχόρτασα, ποτέ στη ζωή μου...» |
Δακρύζει ή κλαίει το αμπέλι. | Βγάζει χυμό από την κοπή όταν το κλαδεύουν.
|
Διχάλι | Διχαλωτό ξύλο «Εγροίκου κατσαράπισμα μέσα στσ’ ελυγές. Κοντοσιμώνω και θωρώ το γιό σου. -Πουλιτσές γυρεύγεις Νικολιό; -Όι μπάρμπα, διχάλι γυρεύγω να σάξω ασφεντόνα…» |
|